- συντροφιά
- η / συντροφιά, ΝΜΑ [σύντροφος]σχέση, συναναστροφή (α. «μού λείπει η συντροφιά της» β. «ἡ πρὸς ἡμᾱς συντροφία», Στράβ.)νεοελλ.1. όμιλος φίλων, φιλική ομήγυρη, παρέα («και δε θα μέ μακρύνετε από τη συντροφιά σας», Ερωτόκρ.)2. συνεταιρισμός, οικονομική συνεργασία3. (κυρίως στον λόγιο τ. συντροφιά) συνέταιρος ή συνέταιροι που δεν αναφέρονται ονομαστικά στην επωνυμία μιας εταιρείας («Οίκος Οικονομόπουλος και συντροφιά»)4. επίρρ. α) μαζί, αντάμαβ) εταιρικώς, συνεταιρικά5. φρ. «κρατώ συντροφιά» — συντροφεύω κάποιονμσν.γνωριμίααρχ.1. κοινή ανατροφή2. (ποιητ.) θρέμμα.
Dictionary of Greek. 2013.